Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Θλίψη...

Θλίψη!
Ο αγαπημένος μας συνάδελφος Γιάννης Παπασταυράκης έφυγε αιφνίδια από κοντά μας. Μεγάλο σοκ και απώλεια για το σχολείο μας.
Καλό ταξίδι Γιάννη...!



Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Συγχαρητήρια στα παιδιά μας…!!!



Η διεύθυνση και οι Καθηγητές του σχολείου μας, συγχαίρουμε τις μαθήτριες και τους μαθητές  μας για την εισαγωγή τους στα  Ανώτατα Εκπαιδευτικά και Τεχνολογικά Ιδρύματα της χώρας και τους ευχόμαστε καλές σπουδές και καλή σταδιοδρομία…!

Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

Τα σκονάκια

Αφιερωμένο στις μαθητικές εξετάσεις κάθε είδους!

            Το παρόν θα μπορούσε  να 
αποτελεί και μια ένθετη προσφορά της Οκτώ & 4ο  ή έστω, μια μικρή, τόση δα απόδοση τιμής στους ριψοκίνδυνους και στους «όλα για όλα» αντιγραφείς, από τότε που οι μαθητές εκτός του ισιώματος «σαν δέντρο που λυγίζει και δέρνει», - να, κι ο Πρωταγόρας- αναγκάστηκαν να υποστούν τις γραπτές δοκιμασίες.
                Τα πράγματα είναι απλά και δεν σηκώνουν μεγάλη ανάλυση. Σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και σε κάθε εποχή, κάποιοι θα προσπαθούν να βρουν τη σωστή απάντηση κατευθείαν από την πηγή χωρίς να καταναλώσουν γραμμάριο φαιάς ουσίας.
                Εδώ θα επιχειρήσουμε να συσχετίσουμε τις μεθόδους αντιγραφής με τις προσωπικότητες των ατόμων (ψυχολογικές μελέτες, όχι παίξε-γέλασε). Αν παραλείψαμε κάτι…μηδενίστε μας την κόλλα.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά και ας ορίσουμε κάποιες συνθήκες απαραίτητες για την κατανόηση του φαινομένου:

1. Η μέθοδος της αντιγραφής εξαρτάται από τη σπουδαιότητα του μαθήματος.
2. Το ρίσκο είναι ανάλογο με το κατά πόσο είναι ατσίδας ο επιτηρητής καθηγητής.
3. Η αντιγραφή θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια περφόρμανς, μια παράσταση, αν ληφθεί υπόψη η επιστράτευση της υποκριτικής τέχνης και της διαχείρισης της ψυχολογίας του αντιγραφέα.

Οι τεχνικές και οι προσωπικότητες

1. Ο παραδοσιακός τύπος και ο ολιγαρκής θα χρησιμοποιήσει το σκονάκι, το χαρτάκι με τις λιγοστές πληροφορίες, ίσα-ίσα για τη ρημάδα τη βάση.

2. Ο πλεονέκτης είναι ικανός να κάνει σμίκρυνση όλες τις ασκήσεις και τα κεφάλαια του βιβλίου. Σε γενικές γραμμές χουβαρντάς, είναι ο αγαπημένος του φωτοτυπάδικου της γειτονιάς του. Πιθανό μπέρδεμα: η αδυναμία ανάγνωσης των σμικρύνσεων.

3. Ο ονειροπόλος διακρίνεται από τη συνεχή ενατένιση του ταβανιού της τάξης και της μπουγάδας στην απέναντι πολυκατοικία. Φαινομενικά αδιάφορος, καραδοκεί.

4. Ο ντροπαλός και συνεσταλμένος. Κατά κανόνα δεν έχει επιχειρήσει συχνά αντιγραφή. Έχει γράψει ένα, δύο τύπους στην παλάμη του και μέχρι να τους δει, έχουν σβήσει από τον ιδρώτα που προκαλεί η αγωνία του.

5. Ο γκατζετάκιας αξιοποιεί τα pixels και την ευκρίνεια του κινητού του. Συνήθως καμουφλάρεται αξιοποιώντας φαρδιά φούτερ και μπλούζες, άσχετα αν έξω σκάει ο τζίτζικας.

6. Ο γκραφιτάς είναι ικανός να γράψει διακριτικά και με απαλούς χρωματισμούς όλο το θρανίο. Αν έχει δε και γνώσεις κολάζ ή μεταξοτυπίας μπορεί να επικολλήσει διάφανη αυτοκόλλητη μεμβράνη με περιεχόμενο από μαρκαδόρο στο χρώμα του θρανίου, συνήθως πράσινο.

7. Ο trendy, ο μέσα στη μόδα, έχει σκίσει στο ύψος του γόνατου όλα του τα παντελόνια. Έτσι, μπορεί να διαχειρίζεται τα χαρτάκια του. Η τεχνική θυμίζει ταχυδακτυλουργό που βγάζει λαγούς από το καπέλο του.



8. Ο κοινωνικός διακρίνεται από την περιστροφή του κεφαλιού και του σώματός του σε όλη την περίμετρο των γειτονικών διαγωνιζομένων. Αναγνωρίζεται εξαρχής και πέφτει στη δυσμένεια των άκαρδων επιτηρητών.

9. Ο αγχωμένος διακρίνεται από συχνουρία. Μπορεί να πάει στην τουαλέτα αρκετές φορές. Δύο συχνές επισκέψεις φανερώνουν ότι δεν  αφομοίωσε την πληροφορία από το τοποθετημένο στο καζανάκι βιβλίο, κατά την πρώτη επίσκεψη.

10. Ο τραγικός ή αλλιώς ο ιδανικός αυτόχειρας, έχει κατά τα 2/3 της ύλης έτοιμο υλικό, είναι σίγουρος για την επιτυχία και πέφτουν θέματα από το υποτιμημένο 1/3. Αναγκάζεται να αντιγράψει τα άσχετα μεν, ολόσωστα δε, που με τόσο κόπο οργάνωσε. Η τραγικότητα τέτοιας φάσης είναι πιο μεγάλη και από αυτήν του Κρέοντα και της Αντιγόνης.

Καλή δύναμη σε όλους μας! Κάθε επιτυχία στα παιδιά των Πανελληνίων!


Κατερίνα Τζουμαΐδη Γ4, Ιωάννα Φραγκιουδάκη Γ4 , Δέσποινα Ψαράκη Γ4 

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Άνθος του γιαλού, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Εικονογράφηση: Ραφαέλα Δεληγιάννη, Γ1

Ἐπί πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δύο ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, ―ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ― ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δύο ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς ―κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον― νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.

Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο

ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον, Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν.[…] Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο;




     ᾘσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκαν του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύσῃ τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῇ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήσῃ τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁΜάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, kαθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν






  Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύσῃ περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῶ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἠρέμα πρὸς δυσμὰς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των. Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
― Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
― Καὶ τί εἶναι
― Εἶναι…   Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.

Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δύο ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον.  Τί ἆρα ἦτο;

 
 Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δύο φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα.




Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἔγγονος τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον.[…]
― Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι,  χωρὶς νὰ γιαλεύετε* χωρὶς νὰ πυροφανίζετε ― καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε.
Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτε θησαυρό;

Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῇ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
―Ἀμ᾿ ποῦ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνον οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲν βλέπω τίποτα!… Τὸ εἶδε κι ὁ Γιαλὴς αὐτὸ ποὺ λὲς πὼς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν τῆς ἡλικίας του νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.


-Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, ―ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτή― μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερο-Θεριά (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὁποὺ ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι* καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήσῃ τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθῃ νὰ τὴν στεφανωθῇ. Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς στεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῇ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθῃ ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, νὰ γυρίσῃ ὁ σαστικός* της νὰ τὴν στεφανωθῇ.

Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς
βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τό ᾽βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίσῃ.[…] Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρές τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος.[…]
Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλές τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι.[…]
― Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ἦρθε νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο.
Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάσῃ ἐγκαίρως, ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξῃ τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
Μερικοὶ λένε, πὼς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινεν ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ
φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλυωσε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».




Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Έφυγε νωρίς η ψυχή του πάρτι της Βουλιαγμένης

Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στις 7 Φεβρουαρίου. Ο φτωχός και μόνος κάου μπόι, ο Λούκυ Λουκ της ελληνικής μουσικής σκηνής με το ιδιαίτερο ύφος και τις ποιοτικές μελωδίες που αγκαλιάστηκαν από το κοινό, "πήρε τ' άλογο του" κι ανέβηκε στους ουρανούς.
Χαραγμένο στη μνήμη των παλιότερων θα μείνει το πάρτι στη Βουλιαγμένη, το καλοκαίρι του 1983, το ελληνικό Woodstock, όπως χαρακτηρίστηκε, με την πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα προσέλευση 100.000 ατόμων.
https://youtu.be/ALSjjsAQ1l4

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Δάκρυ δίχως ύδωρ
Παραμυθάκι μου…
Χαρακτήρες χορεύουν ολόγυρα, πρόσωπα ποταπά.
Φιγούρες ανθρωπόμορφες να σέρνουν το καΐκι.
Εκείνο που βουλιάζει ολοένα πιο γοργά.
Δίχως έλεος μάσκες να φορούν,
να πετούν κοστούμια και ρόλους.
Καρτερία ν’ ακουστεί, οίκτος να κρυφτεί.
Τρόμος την αγάπη να νυμφευθεί.
Μάτια σκυθρωπά, χείλη ξερά, κορμί αδύναμο που λέοντας φαντάζει.
Λευκό πανί μάχη να σημάνει.
Σκούρο μελάνι, πάπυρο να μη λερώσει.
Λόγια, λόγια ψεύτικα πολλά, λόγια αμέτρητα, απατηλά…
Πληγή δίχως πόνο να αιμορραγεί,

άρτος άκοπος να χαραχθεί.

 Μυράντα Χαραλαμπάκη Β’5.
Άοπλος επιβάτης
Αγαπώ τα άλογα είπε ο καβαλάρης κι εχτύπα το καμουτσίκι γερά.
Μαγεμένο το φωτεινό του ηλίου αναφώνησε η κόρη κι έκρυψε τους οφθαλμούς της.
Όμορφα μυρίζει το λιβάνι, μα άφησες το κερί να λιώνει.
Να λιώνει και να καίει πλάι στο σεντόνι.
Το λευκό γαληνεύει συλλογίστηκες, μα κόκκινο της πυράς φουστάνι εφόρεσες.
Σκούρο το μελάνι φαντάζει, που με τον καιρό ξεθωριάζει.
Ευγνώμονες για το μάνα λέγουν, μα τον άρτο να πετούν μπορούν.
Άλλα λεν τα μάτια, άλλα τα χείλη, άλλα η καρδιά.
Άλλα ο νους προστάζει, δύσβατο μονοπάτι χαράζει.
Πονώ που πονάς μου είπες κι απλά με λυπήθηκες.

Μυράντα Χαραλαμπάκη Β’5.
Τα παραπετάσματα του πλοίου
Άραγε τι να ‘ναι αγάπη;
Μοιάζει με φτερό στο χώμα ξαπλωμένο,
άλλοτε άφθαρτο κι άλλοτε φθαρμένο.
Με άγκυρα μοιάζει βαριά,
Που στο βυθό της θάλασσας μένει παγιδευμένη και στο λιμάνι της καρδιάς, όλα τα υπομένει.
Μια ζωγραφιά μικρού παιδιού με χρώματα περίσσια,
ανάκατα χορεύουνε και φτιάχνουν παραμύθια.
Σκίτσα θα δεις εδώ κι εκεί και το χαρτί γεμίζει.
Μα αν ο χώρος δεν αρκεί, το τέλος ποιος ορίζει;
Ιώδιο είναι της θάλασσας, αλμύρα στο νερό της.
Καλά κρυμμένος θησαυρός, χαμένος στο βυθό της.
Αν είναι δένδρο η ζωή, η αγάπη είναι η ρίζα.
Που τον κορμό της έθρεψε, όμως και τα φύλλα.
Στον πόλεμο η αγάπη να ‘τανε μια πλούσια πανοπλία.
Ξίφη εχθρού να μη τρυπούν το σώμα με μανία.
Σε πάπυρο η αγάπη γράφηκε με έντονο μελάνι.
Κι αν αυτός ξεθώριασε, αυτή δε ξεθυμάνει.
Ό, τι και να ‘σαι αγάπη μου , μείνε εδώ μαζί μου.

Εσύ είσαι ο πόνος μου, συνάμα η θαλπωρή μου.

Μυράντα Χαραλαμπάκη Β’5.

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η "Οκτώ και 4ο Γ. Λ. Ηρακλείου" στα ερτζιανά

Τρίτη 17 Ιανουαρίου και στον ραδιοφωνικό σταθμό  Κόκκινο Κρήτης 88.4 fm, στην εκπομπή "'Εκτη βάρδια" του Γιώργου Δασκαλάκη, βρέθηκαν τρία παιδιά από τη συντακτική ομάδα. Για μια ώρα σχολίασαν την επικαιρότητα, μίλησαν για την εφημερίδα μας και τους στόχους της, γνωρίζοντας από κοντά τον ρόλο του ραδιοφωνικού παραγωγού!