Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017

Άοπλος επιβάτης
Αγαπώ τα άλογα είπε ο καβαλάρης κι εχτύπα το καμουτσίκι γερά.
Μαγεμένο το φωτεινό του ηλίου αναφώνησε η κόρη κι έκρυψε τους οφθαλμούς της.
Όμορφα μυρίζει το λιβάνι, μα άφησες το κερί να λιώνει.
Να λιώνει και να καίει πλάι στο σεντόνι.
Το λευκό γαληνεύει συλλογίστηκες, μα κόκκινο της πυράς φουστάνι εφόρεσες.
Σκούρο το μελάνι φαντάζει, που με τον καιρό ξεθωριάζει.
Ευγνώμονες για το μάνα λέγουν, μα τον άρτο να πετούν μπορούν.
Άλλα λεν τα μάτια, άλλα τα χείλη, άλλα η καρδιά.
Άλλα ο νους προστάζει, δύσβατο μονοπάτι χαράζει.
Πονώ που πονάς μου είπες κι απλά με λυπήθηκες.

Μυράντα Χαραλαμπάκη Β’5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου